τεμπελχανιό

τεμπελχανιό
το, Ν
βλ. τεμπελχανείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεμπελχανείο — και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”